υδροπότης

υδροπότης
(hydropotes). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των Ελαφιδών. Ανήκει στην ομάδα των ελαφινών της Ασίας και είναι το μόνο που δεν έχει κέρατα (ούτε και το αρσενικό). Περιλαμβάνει ένα μόνον είδος, τον υ. τον άοπλο, περίεργο μικρό ζώο, που θεωρείται ενδιάμεσος τύπος ανάμεσα στα μοσχοφόρα και τα ελάφια. Ζει στις oρεινές περιοχές της Κίνας και της Κορέας και γεννάει –κατ’ εξαίρεση από τα υπόλοιπα μηρυκαστικά– 4-6 μικρά. Έχει ύψος έως 50 εκ., σκούρο τρίχωμα και δεν διαθέτει κέρατα.
* * *
ο / ὑδροπότης, ΝΜΑ, και δ. τ. ὑδροπώτης Α
αυτός που πίνει νερό ή αυτός που πίνει μόνο νερό
νεοελλ.
1. αυτός που πίνει μεγάλες ποσότητες νερού
2. ζωολ. γένος ελαφιών τής ανατολικής Ασίας
αρχ.
μτφ. κωμικός χαρακτηρισμός δειλού ή ανόητου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + πότης (< θ. ποτού πίνω*), πρβλ. οἰνο-πότης. Η λ. ως επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydropotes].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑδροπότης — water drinker masc nom sg ὑ̱δροπότης , ὑδροποτέω drink water imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑδροποτέω drink water imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροποτῇς — ὑδροποτέω drink water pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροπόται — ὑδροπότης water drinker masc nom/voc pl ὑδροπότᾱͅ , ὑδροπότης water drinker masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροποτῶν — ὑδροπότης water drinker masc gen pl ὑδροποτέω drink water pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροπότην — ὑδροπότης water drinker masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροπότου — ὑδροπότης water drinker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροποτώ — ὑδροποτῶ, έω, ΝΜΑ, και πιθ. ορθότερος τ. ὑδροπωτῶ, έω, Α [υδροπότης] είμαι υδροπότης …   Dictionary of Greek

  • ὑδροπότας — ὑδροπότᾱς , ὑδροπότης water drinker masc acc pl ὑδροπότᾱς , ὑδροπότης water drinker masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • водопиица — ВОДОПИИЦ|А (2*), Ъ ( А) с. Трезвенник: вина не охаблѩютьсѩ. д҃ха стаго суще исполнени. водопиицы будите (ὁ ὑδροποτῶν) ФСт XIV, 23г; вчера бѣ позорни(к). дн(с)ь ˫ависѩ разумни(к). вчера похулѩ˫а и лю(т). дн(с)ь гл҃а крото(к). вчера игрець дн(с)ь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υδατοπότης — ὁ, Α ο υδροπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινο πότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”