- υδροπότης
- (hydropotes). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των Ελαφιδών. Ανήκει στην ομάδα των ελαφινών της Ασίας και είναι το μόνο που δεν έχει κέρατα (ούτε και το αρσενικό). Περιλαμβάνει ένα μόνον είδος, τον υ. τον άοπλο, περίεργο μικρό ζώο, που θεωρείται ενδιάμεσος τύπος ανάμεσα στα μοσχοφόρα και τα ελάφια. Ζει στις oρεινές περιοχές της Κίνας και της Κορέας και γεννάει –κατ’ εξαίρεση από τα υπόλοιπα μηρυκαστικά– 4-6 μικρά. Έχει ύψος έως 50 εκ., σκούρο τρίχωμα και δεν διαθέτει κέρατα.
* * *ο / ὑδροπότης, ΝΜΑ, και δ. τ. ὑδροπώτης Ααυτός που πίνει νερό ή αυτός που πίνει μόνο νερόνεοελλ.1. αυτός που πίνει μεγάλες ποσότητες νερού2. ζωολ. γένος ελαφιών τής ανατολικής Ασίαςαρχ.μτφ. κωμικός χαρακτηρισμός δειλού ή ανόητου ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + πότης (< θ. ποτού πίνω*), πρβλ. οἰνο-πότης. Η λ. ως επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydropotes].
Dictionary of Greek. 2013.